Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Όλα έχουν χαθεί από τη μάχη του Πέτα

Έχω διαπράξει ένα μεγάλο σφάλμα –με επιπτώσεις στην ψυχική υγεία μου, φοβάμαι– και αισθάνομαι ότι πρέπει να σας πω γι’ αυτό, μην τυχόν την πατήσετε και εσείς. Εδώ και ένα μήνα ξεκίνησα να διαβάζω την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γεωργίου Φίνλεϊ, στη μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 2008 από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, το οποίο μου είναι αδύνατο να το αφήσω• και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια.


Κατ’ αρχάς, μολονότι δεν έχω στη διάθεσή μου το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά, είναι φανερό από τη μετάφραση ότι ο Φίνλεϊ είναι ένας πολύ ικανός συγγραφέας, με έλεγχο της δομής του έργου και διακριτό, έντονα πολεμικό ύφος, το οποίο ο Παπαδιαμάντης καταφέρνει να αποδώσει. (Ειδικά το χιούμορ και η ειρωνεία του Φίνλεϊ αποκτά, μέσω της καθαρεύουσας του Παπαδιαμάντη, έναν σχεδόν Ροΐδειο τόνο). Εκτός από γοητευτικός συγγραφέας, όμως, ο Φίνλεϊ, που είχε σπουδάσει νομικά στο Εδιμβούργο, είναι και ικανός ιστορικός, με αξιόλογη αναλυτική σκέψη. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι είχε μελετήσει καλά τους μεγάλους ιστορικούς του παρελθόντος και είχε διδαχθεί από τη μέθοδό τους.

 Εκείνο όμως που με κάνει να χαρακτηρίζω την εξιστόρηση του Φίνλεϊ συναρπαστική είναι ότι γίνεται από την οπτική γωνία των αξιών που ο ίδιος υπερασπίζεται. Ο Φίνλεϊ, που ήλθε στην Ελλάδα με την Επανάσταση και έκτοτε έμεινε για πάντα εδώ, δεν έχει αυταπάτες ούτε για τους Έλληνες και τον χαρακτήρα τους ούτε για το διοικητικό σύστημα μέσα στο οποίο απέκτησαν τις αντιλήψεις τους περί πολιτικής διοίκησης. Εξιστορεί τα συμβάντα, περιγράφει περιστατικά που έζησε και αναζητεί το νόημα της ευρύτερης εξέλιξης των γεγονότων του αγώνα υπό το πνεύμα του ευρωπαϊκού (και, ειδικότερα, του βρετανικού) φιλελευθερισμού. Ο Φίνλεϊ αγαπά τον τόπο και τους κατοίκους του και θέλει να δει την ανεξάρτητη Ελλάδα να καταλαμβάνει τη θέση που πιστεύει ότι της αρμόζει μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών της εποχής του: είναι, όπως θα λέγαμε σήμερα, ένας «εκσυγχρονιστής».
 
Μη νομίσετε όμως ότι οι κρίσεις του για πρόσωπα και καταστάσεις υπακούουν στις θέσεις και τις πεποιθήσεις του. Συνολικά μιλώντας και εξαιρώντας την περίπτωση του Κολοκοτρώνη (bete noir για τον Φίνλεϊ...), περισσότερο αυστηρός είναι με την πλευρά τη δική του, εκείνων δηλαδή που δίνουν προτεραιότητα στη δημιουργία ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας και πειθαρχημένου στρατεύματος. Αυτούς μέμφεται διαρκώς, όχι μόνο για την προσωπική ανικανότητα ή την ιδιοτέλειά τους, αλλά και επειδή δεν προσπάθησαν να αξιοποιήσουν προς όφελος των υπό δημιουργία κρατικών δομών τους προϋπάρχοντες τοπικούς θεσμούς αυτοδιοίκησης.

Δεν αμφιβάλλω ότι οι επαγγελματίες ιστορικοί θα έχουν διάφορες ενστάσεις, με τις οποίες η επιστημονική αξία του έργου του Φίνλεϊ θα τίθεται εντός συγκεκριμένου πλαισίου. Εξάλλου, στην εισαγωγή του, ο Κων. Σβολόπουλος διατυπώνει ορισμένες. Εντούτοις, η ματιά του μένει συνεπής στις αξίες του και, από αυτή την πλευρά, το έργο είναι πολύτιμο για αναγνώστες που τους ενδιαφέρει ο διφυής χαρακτήρας της χώρας μας μεταξύ Δύσης και Ανατολής (η λεγόμενη ιδιαιτερότητα...) και ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της.

Αυτή η ματιά, λοιπόν, είναι που κάνει την ανάγνωση του Φίνλεϊ εμπειρία συναρπαστική και, συγχρόνως, οδυνηρή, σε κάποια σημεία μάλιστα σχεδόν αφόρητη. Η βασική θέση που χτίζεται με την αφήγησή του είναι ότι, οι εξεγερμένοι Έλληνες ή, πιο σωστά, η ηγεσία τους, κάλυψαν το κενό της σουλτανικής εξουσίας με όσες μεθόδους και πρακτικές είχαν μάθει στην υπηρεσία του Αλή Πασά. Θα μπορούσε να πει κάποιος επιγραμματικά (πάντα με μια δόση υπερβολής) ότι ο στρατιωτικός αγώνας του επαναστατημένου έθνους τελματώθηκε και παρά λίγο να χαθεί (ας είναι καλά οι μεγάλες δυνάμεις...), επειδή οι ισχυροί του τόπου, αντί να φτιάξουν ένα στοιχειώδες κράτος, προτίμησαν να μοιράσουν μεταξύ τους την εξουσία του σουλτάνου, με σκοπό –τι άλλο;– να την απολαύσουν.

Οι παραλληλισμοί με το σήμερα είναι αναπόφευκτοι, καθώς διαβάζεις τα αδιανόητα καμώματα των «πατέρων του έθνους» και μάλιστα εν καιρώ πολέμου. Σας το λέω ειλικρινά ότι όλοι οι απίθανοι χαρακτήρες που έχουμε ζήσει στον δημόσιο βίο τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε τώρα, με την απερίγραπτη συμπεριφορά τους, τη χυδαία απληστία τους και την ψωνάρα τους, όλοι υπάρχουν στον κόσμο που περιγράφει ο Φίνλεϊ. Ο χώρος επιτρέπει μόνο ένα παράδειγμα και ελπίζω ότι διάλεξα το καλύτερο...

Βρισκόμαστε, φαντασθείτε, στο Μεσολόγγι λίγο πριν ξεκινήσει η μεγάλη πολιορκία και στο ελληνικό στρατόπεδο «εις φιλόπατρις επιμελητής» προσπαθεί να βάλει τάξη και να ελέγξει τη διαφθορά που εξανεμίζει το δάνειο. Ζητεί λοιπόν να μετρήσει τους στρατιώτες του Μακρή, καθώς γνωρίζει ότι ο Μακρής δηλώνει τους δεκαπλάσιους από όσους έχει και εισπράττει αναλόγως από την κυβέρνηση. «Οι στρατιώται του Μακρή, κατά παρακίνησιν του αρχηγού των», γράφει ο Φίνλεϊ, «εδήλωσαν ότι το να μετρή τις τους οπλίτας είνε αυθαίρετος και δεσποτική πράξις, κ’ εκήρυξαν ότι ο μεταρρυθμιστής εκείνος επίτροπος ήτο εχθρός της συνταγματικής ελευθερίας». Τον έσπασαν στο ξύλο μάλιστα και έμεινε στο κρεβάτι κάτι εβδομάδες ο άνθρωπος...

Αυτό είναι, λοιπόν, το πρόβλημά μου: διαβάζω τον Φίνλεϊ και απελπίζομαι. Πιάνω τον εαυτό μου μερικές φορές να σκέπτεται κάπως έτσι: «Τι Eurogroup, ρευστότητες και μεταρρυθμίσεις μου λες! Τι νόημα έχουν αυτά, αφού όλα έχουν χαθεί από τη μάχη του Πέτα...». 
Από την άλλη, βέβαια, αναλογιζόμενος τη σημερινή κρίσιμη καμπή της πορείας μας –που κουβεντιάζουμε πια ανοιχτά, υπό τον ευφημισμό «ρήξη», την έξοδο από τον πυρήνα της Ευρώπης–, αναρωτιέμαι αν είναι δυνατόν να αναιρέσουμε τον προσανατολισμό που έχει πάρει η χώρα σχεδόν δύο αιώνες τώρα, επειδή απλώς δεν μπορούμε να χωνέψουμε ότι οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να μας πληρώνουν για να ζούμε αξιοπρεπώς...

 Σ.Κ.