Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Ο τρελός του χωριού


Απευθυνόμενος στο κατεξοχήν ενδεδειγμένο κοινό, δηλαδή από το βήμα του συνεδρίου του Economist, ο υπουργός Παναγιώτης Λαφαζάνης προειδοποίησε: «Πολλοί και ισχυροί κύκλοι στην Ε.Ε. και στο ΔΝΤ επιδιώκουν αυτή την ώρα να πνίξουν, να στραγγαλίσουν το ελληνικό αριστερό πείραμα». Ακούγοντάς τον, αναρωτήθηκα ειλικρινά ποιο μπορεί να είναι αυτό το πείραμα και δεν το έχω αντιληφθεί έως τώρα. Εβαλα κάτω, λοιπόν, τη σειρά των γεγονότων αυτά τα πέντε χρόνια, για να δω τι απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας συνιστά την «επανάσταση».
Αφότου καταφύγαμε στους δανειστές και μπήκαμε στην εντατική του μηχανισμού στήριξης (που αρχικά φτιάχτηκε, θυμίζω, ειδικά για την περίπτωσή μας), το ζητούμενο ήταν πόσο γρήγορα θα μπορούσαμε να μεταρρυθμίσουμε την οικονομία μας, κατά τα ισχύοντα στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, ώστε να ελέγξουμε πρώτα την παραγωγή των ελλειμμάτων και μετά να δούμε πώς θα διευθετήσουμε το χρέος. Δεν διέφερε, δηλαδή, από ό,τι θα επέβαλλε ο κοινός νους σε ανθρώπους που βρίσκονται στο πέλαγος και το σκάφος τους βάζει νερά: πρώτα θα κλείσουν τις τρύπες και ύστερα θα κοιτάξουν να απαλλαγούν από τα νερά που μπήκαν.

 Μας πήρε πάρα πολύ καιρό, ώσπου, κουτσαίνοντας με το ένα πόδι και σέρνοντας το άλλο, να μπούμε σε ένα δρόμο προς τις μεταρρυθμίσεις. Ούτε δικό μας σχέδιο είχαμε ποτέ ούτε θέλαμε να αναταράξουμε τις ισορροπίες στην ελληνική κοινωνία, διότι γνωρίζαμε –κι ας μην το παραδεχόμαστε– ότι η ευημερία μας βασιζόταν στην παραγωγή ελλειμμάτων. Περίπου εκεί αφήσαμε την εξέλιξη της προσπάθειας, όταν ήλθε στα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Στην αρχή, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση όχι απλώς δεν είχε σχέδιο (εκτός από νεφελώδεις θεωρίες του Γ. Βαρουφάκη), δεν είχε καν στοιχειώδη γνώση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας: δεν ήξεραν πρόσωπα, πράγματα, διαδικασίες, λειτουργίες. Προσωπικώς –και, φυσικά, ο καθένας είναι ευπρόσδεκτος να διαφωνήσει μαζί μου– δεν πιστεύω ότι στο διάστημα των πρώτων τριών μηνών απέκτησαν σχέδιο. Ο σχεδιασμός τους διαμορφώνεται κάθε φορά αναλόγως της επαφής με τον εχθρό. Στην παρούσα φάση της διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον όπως την αφήσαμε πριν από το Σαββατοκύριακο, είναι φανερό από την εκρηκτική συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας και την επικού ύφους ανακοίνωση που εξέδωσε («τώρα είναι η ώρα να μπούνε οι λαοί στη μάχη») ότι βρισκόμαστε στη φάση της ρήξης.

Κάτω από το περίβλημα θεωρίας και ρητορικής, εύκολα διακρίνεται ότι αυτό που η κυβέρνηση λέει πότε «έντιμο συμβιβασμό» και πότε «πολιτική λύση» είναι στην πραγματικότητα η απαίτησή μας να χρηματοδοτούν, χωρίς εμείς να κάνουμε τίποτε από όσα πρέπει. Ολο αυτό, δε, παρουσιάζεται ως η μόνη πατριωτική στάση που είναι δυνατή υπό τις περιστάσεις• και όποιος διαφωνεί εντάσσεται αυτομάτως στην «πέμπτη φάλαγγα» και στην «τρόικα εσωτερικού»./ 

Προσωπικώς, η έννοια της επανάστασης στην πολιτική μού είναι όσο απεχθής και η έννοια της δικτατορίας. Ομως, αυτό που περιγράφεται παραπάνω και διαφοροποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ από τους άλλους χειριστές του προβλήματος δεν είναι επανάσταση – πόσο μάλλον δε πανευρωπαϊκή, ώστε η Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ να καλεί τους λαούς της Ευρώπης «να μπουν στη μάχη». Δεν είναι καν επανάσταση με την έννοια που δίνουν τα περιοδικά ποικίλης ύλης σε γεγονότα, όπως λ.χ. το μαζικό ξέσπασμα των φοιτητών της Γαλλίας, που ονομάστηκε με τον δέοντα στόμφο «Μάης του ’68». Αυτό που λέει ο Λαφαζάνης «επανάσταση» και υποτίθεται ότι συντελείται γύρω μας είναι, για μένα, ο Ελληνάρας που γαϊδουροποιήθηκε εντελώς από μια ευημερία την οποία ποτέ δεν κέρδισε (του δόθηκε απλώς) και τώρα όχι μόνο δεν ντρέπεται για τη γαϊδουριά του, αλλά την κάνει και θεωρία.

Σήμερα, όμως, είναι Κυριακή και θα ήθελα να κλείσω με έναν τόνο αισιοδοξίας, ει δυνατόν. Θα σας πω, λοιπόν, ότι «εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή», που λέει ο ποιητής, διάβαζα προχθές ένα παλιό χρονογράφημα του Ομπερον Ουώ, το οποίο, αν και γράφτηκε πριν από περίπου πενήντα χρόνια, μας αφορά κατά κάποιο τρόπο. Στο κείμενό του, ο Βρετανός δημοσιογράφος, ο οποίος συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια του στο αγροτικό περιβάλλον ενός χωριού της νότιας Γαλλίας, συγκρίνει τη βρετανική κοινωνία, στην οποία ανατράφηκε, με τη γαλλική, την οποία επέλεξε και αγάπησε, ως προς το ζήτημα της μεταχείρισης των τρελών.

 Σε κάθε γαλλικό χωριό, γράφει ο Ουώ, ο τρελός (village idiot) είναι ενσωματωμένος στη μικρή κοινωνία. Μιλάει όποτε θέλει και λέει βλακείες, κάποιες φορές γίνεται μπελάς, αλλά είναι εκεί, αναγνωρίζεται από την κοινότητα ως μέλος της. Ο Ουώ, που συνήθιζε να χρησιμοποιεί τη Γαλλία ως μέτρο για την κριτική που έκανε στη χώρα του, αντιπαραβάλλει την εντός ορίων αποδοχή του τρελού που παρατηρεί στη Γαλλία, με την τάση που υπήρχε τότε στην πατρίδα του να κρύβουν ή, κατά κάποιο τρόπο, να εξορίζουν από την κοινότητα τον «village idiot», επειδή θεωρείται ντροπή για την κοινότητα. Το συμπέρασμά του, πάντως, είναι ότι οι Γάλλοι υπερτερούν των Βρετανών, λόγω της ανεκτικής και πιο ανθρώπινης στάσης τους απέναντι στον τρελό του χωριού.

 Ο Ουώ πέθανε το 1999. Αναρωτιέμαι, όμως, τι θα έλεγε για εμάς τους Ελληνες, αν μπορούσε να μας έβλεπε σήμερα, για να διαπιστώσει ότι εμείς τους τρελούς του χωριού όχι απλώς δεν τους καταδικάζουμε σε κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά υπό προϋποθέσεις τούς βάζουμε και στην κυβέρνηση! Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η ολοσχερής επικράτηση των τρελών, όπως επιχειρείται σήμερα, προξενεί σε βάθος χρόνου μια ανισορροπία της αντίστροφης μορφής, καθώς οι τρελοί επιβάλλονται και θέτουν υπό διωγμό τους γνωστικούς – αλλά ας μη χαλάσω τον υποτιθέμενο τόνο αισιοδοξίας... 

Σ.Κ.