Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Ιερή Φλόγα και Αγιο Φως

Με διαφορά ελάχιστων ημερών, η Ελλάδα παρέδωσε την Ολυμπιακή Φλόγα στην αντιπροσωπεία της Βραζιλίας (μιας χώρας που μάλλον θα αποκαταστραφεί, όπως και η δική μας, με το βαρύτατο ολυμπιακό εγχείρημα που ανέλαβε να διεκπεραιώσει) και υποδέχτηκε το εξ Ιεροσολύμων Αγιο Φως. Και μάλιστα με τις καθιερωμένες «τιμές αρχηγού κράτους» (και στην Κύπρο το ίδιο συμβαίνει), που μάλλον προσβάλλουν παρά τιμούν. Οι δύο τελετές, της παράδοσης και της υποδοχής, στάθηκαν αφορμή για ν’ ακουστούν από τα κανάλια, κρατικά και ιδιωτικά, πολλά βαρύγδουπα και τόσο, μα τόσο ελληνοπρεπή που τελικά να καταντούν ανελλήνιστα.

 Και για τη Φλόγα και για το Φως οι ήδη πεπεισμένοι, για να πείσουν τους τυχόν δύσπιστους, επικαλούνται το μέγα επιχείρημα του Χρόνου. Των αιώνων δηλαδή, ή μάλλον των χιλιετιών, που, όπως κηρύσσουν, επικύρωσαν τα δύο σύμβολα. Τα ενίσχυσαν με μια αίγλη που τίποτε δεν μπορεί να τη θαμπώσει ή να τη σβήσει. Αλλά δικαιούμαστε όντως να επιστρατεύουμε τις χιλιετίες –και πόσες ακριβώς– σαν απόδειξη της ιερότητας των δύο φλογών, της αναμφίλεκτης συμβολικής τους διάστασης;

 Ιερή Φλόγα
Οσον αφορά τη φλόγα των Ολυμπιακών, καμία ρίζα στην αρχαιότητα δεν έχει η τελετή της αφής ούτε η λαμπαδηδρομία που την ακολουθεί. Και ασχέτως αν στη μεταπολεμική περίοδο επιχειρήθηκε ο εξαγνισμός και η ανακατάκτηση του τελετουργικού, η καταγωγή και η πρώτη εφαρμογή του δεν έχουν τίποτε το τιμητικό. Και, φυσικά, τίποτε το ιερό.

Η φλόγα ευλάβειας που έμενε αναμμένη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών στην αρχαιότητα στον βωμό της Εστίας, δεν έχει την παραμικρή πνευματική και ηθική σχέση με όσα επινόησαν και σκηνοθέτησαν οι ναζιστές το 1936, ενθουσιάζοντας τον αρχηγό τους Αδόλφο Χίτλερ και τον Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργό Προπαγάνδας. Είτε η ιδέα έχει την πατρότητα του Καρλ Ντιμ (θεωρητικού της στρατιωτικοποίησης της νεολαίας και υπευθύνου του αθλητισμού στο ναζιστικό καθεστώς) είτε όχι, ο σκοπός ήταν ένας: να φανεί σε πανευρωπαϊκό φόντο η λάμψη του λατρεμένου τους πυρσού – του πυρσού που λίγα χρόνια αργότερα απανθράκωσε τον κόσμο.

Το ξαναλέω. Μετά τον πόλεμο, οι υπεύθυνοι ενός «ολυμπιακού κινήματος» με ισάριθμες τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του διετήρησαν το τελετουργικό και προσπάθησαν να το ανανοηματοδοτήσουν. Και ώς ένα βαθμό το πέτυχαν, έστω κι αν χρειάστηκε να αποσιωπήσουν την καταγωγή του και να ποντάρουν στην κόπωση ή και την αδιαφορία της συλλογικής μνήμης.

 Οι Έλληνες ολυμπιακώς υπεύθυνοι, όμως, δεν δικαιούνται να μη θυμούνται, γιατί τότε παρασύρονται σε αστόχαστες ακρότητες, του τύπου «η φλόγα είναι το σπουδαιότερο σύμβολο της Ελλάδας». Η φλόγα; Οχι ο Παρθενώνας, ως μνημείο της δημοκρατίας και καθαρός λόγος της; Μήπως τάχα σβήνουν οι φωτιές των πολέμων όσο φέγγει η φλόγα, ώστε να πούμε πως έχουμε ένα σύμβολο ισχυρής πανανθρώπινης απήχησης; Οσο για το βάθος χρόνου του Αγίου Φωτός, παρακάτω. 
  
Αγιο Φως
Αν θέλαμε να δούμε οπωσδήποτε πρόοδο, θα λέγαμε ότι φέτος έλειψαν στον Πανάγιο Τάφο, κατά την αφή του Αγίου Φωτός, οι συνήθεις διαπληκτισμοί ανάμεσα στους ιερωμένους των διαφόρων δογμάτων για τα πρωτεία. Και πάλι όμως τα στιγμιότυπα, που μεταδόθηκαν σε απευθείας σύνδεση με την Ιερουσαλήμ ή βιντεοσκοπημένα, δεν συνιστούσαν έπαινο και τιμή για την Ορθοδοξία ή μάλλον για κάθε θρησκεία που καυχιέται για την πνευματικότητά της. Ενώ οι εκφωνητές, από τα εν Αθήναις στούντιο, επέμεναν να αναμασούν τα κλισέ περί κατανυκτικού πνεύματος και βαθιάς ευλάβειας, όσα βλέπαμε δεν δήλωναν ευλάβεια και κατάνυξη αλλά ένα άγριο άγχος «συμμετοχής στο θαύμα» διά της καταγραφής του στο κινητό.

 Στριμωξίδι και ανταλλαγή βλεμμάτων που μόνο σε πραότητα και γλυκύτητα δεν παρέπεμπαν, για μια σέλφι με το Αγιο Φως... Ωστε να ’χεις και να δείχνεις, όχι μόνο να λες. Για να πείσεις με φωτογραφικά τεκμήρια πως έγινες όντως χατζής, όπως έλεγαν παλιά τους προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Σαν να μη μας αρκούν οι αισθήσεις μας. Και σαν να ’ναι ατελής και μικρή η μνήμη της ψυχής μας. Ή, ίσως, σαν να μη συμμετέχει καθόλου η ψυχή μας σε ό,τι εξαιρετικό πιστεύει πως συντελείται. 
Αλλά όσο εξαιρετικό κι αν πιστεύουμε πως είναι, έτσι όπως του φερόμαστε το ευτελίζουμε. Το υποβαθμίζουμε στην κατηγορία των υπόλοιπων θαυμασίων, εντός ή εκτός εισαγωγικών, που σπεύδουμε να καταγράψουμε με το κινητό ή όποιο άλλο σύνεργο, σαν συλλέκτες εντυπώσεων που τις απαθανατίζουν ενόσω εκτυλίσσονται, για να τις ζήσουν αργότερα – συνήθως ποτέ.

Μάλλον δικαιωμένος θα ένιωθε ο Αδαμάντιος Κοραής, αν μπορούσε να δει με πόσο ειδωλολατρικούς και ορφανούς πνευματικότητας όρους γίνεται παγίως η υποδοχή του Φωτός. Θα μπορούσε έτσι να αντικρούσει όσους επιμένουν να τον διαβάλλουν σαν αντιχριστιανό, αν όχι και σαν ανθέλληνα, μια και ο κριτικός του λόγος τούς προκαλεί αλλεργία. Ο λόγος του γενικά και ειδικά ο «Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός». Ο Κοραής δεν είχε κανέναν ενδοιασμό. Μελετώντας την Ιστορία, κοσμική και εκκλησιαστική, συμπεραίνει ότι το Αγιο Φως είναι αλλότριον φραγκοπατερικόν γέννημα. Ιδού λίγες γραμμές από την ανακεφαλαίωση που επιχειρεί ο Καλλίμαχος για να φωτίσει τον Φώτιο:

 «Το σήμερον κατ’ έτος φαινόμενον, κατά το Μέγα Σάββατον, θαύμα του Αγίου Φωτός δεν εθαυματουργείτο εις τους χρόνους των Αποστόλων. Μετά τους Αποστόλους, δεν το εγνώρισαν ούτε της Ανατολικής ούτε της Δυτικής Εκκλησίας οι πατέρες. [...]

870. Πρώτην φοράν ηκούσθη τ’ όνομα του αγίου φωτός από πρώτου Μοναχού Δυτικού στόμα, του Γάλλου Βερνάρδου(Bernardus Monachus), επιστρέφοντος από την Ιερουσαλήμ. [...]

1211. Πρώτον μάρτυρα ευρίσκω Λατίνον ιερωμένον, Γερμανόν, τον Ολδεμβόργον, όστις υπήγεν εις προσκύνησιν των Ιεροσολύμων κατά το 1211 έτος και είδε το άγιον φως». 
Το ότι δεν επικράτησε το πνεύμα Κοραή το δείχνουν πολλά. 
Και πρώτα πρώτα οι σέλφι. 

Π.Μ.