Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Εμπνεύσεις και διδάγματα

 Συμπληρώθηκαν, τούτες τις μέρες, 196 χρόνια από την πτώση της Τριπολιτσάς. Η επέτειος, όπως πολύ σωστά επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος τίμησε με την παρουσία του τον εορτασμό της επετείου, «έχει πάρει πια όλα τα χαρακτηριστικά Εθνικής Επετείου, μας εμπνέει και μας διδάσκει». Επειδή δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τη σοφή επισήμανσή του, αξίζει τον κόπο παρακάτω να θυμηθούμε τα ιστορικά γεγονότα.



Αρχικά, οι πονηροί Μοραΐτες οπλαρχηγοί –κατά τη διατύπωση του Γεωργίου Φίνλεϊ– έστειλαν τον Δημήτριο Υψηλάντη, που ήταν ο αρχιστράτηγος για βρούβες: μαζί με τους ξένους αξιωματικούς και κάποιες δυνάμεις πήγαν στον Βορρά για να εμποδίσουν υποτιθέμενη αποβατική επιχείρηση των Τούρκων, η οποία δεν έγινε ποτέ. 
Στο μεταξύ, τα πλήθη των ενόπλων χωρικών συνέρρεαν γύρω από την Τρίπολη για να συμμετάσχουν στη λαφυραγωγία που δεν θα αργούσε. 
Οι οπλαρχηγοί ξεκίνησαν ξεχωριστή διαπραγμάτευση με την ισχυρή φρουρά των 1.500 εμπειροπόλεμων Τουρκαλβανών, διότι τους υπολόγιζαν ως πολεμιστές και, ταυτοχρόνως, με μεμονωμένες οικογένειες πλουσίων Τούρκων, στις οποίες έδιναν υποσχέσεις ασφαλούς διόδου, με αντάλλαγμα τα πλούτη τους. Η Μπουμπουλίνα ιδίως διέπρεψε σε αυτές τις δραστηριότητες.

Οι απλοί στρατιώτες αντελήφθησαν ότι οι αρχηγοί τους ενεργούσαν για τον προσωπικό πλουτισμό τους –ήσαν έξι μήνες απλήρωτοι και το πλιάτσικο ήταν η μόνη ελπίδα τους–, οπότε αποφάσισαν να κινηθούν μόνοι τους, αγνοώντας την ηγεσία τους. 
Οταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, κατάφεραν να διεισδύσουν από την πύλη προς το Αργος, ύψωσαν στον κοντινό πύργο τη σημαία τους και ακολούθησε η έφοδος του πλήθους. 
Η φρουρά των Τουρκαλβανών που έστεκε συντεταγμένη επείσθη να αποχωρήσει ειρηνικά, τους έδωσαν και τρόφιμα για το ταξίδι προς Αίγιο. 
Επειτα, «σκηνή μάχης, σφαγής και λεηλασίας ήρχισε τότε, απαραδειγμάτιστος την διάρκειαν και ωμότητα ακόμη και εις τα χρονικά του αιματηρού τούτου πολέμου», γράφει ο Φίνλεϊ (μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη).

Τις ωμότητες ο καθένας μας τις φαντάζεται και μπορεί να τις διαβάσει στις σχετικές μαρτυρίες. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Ρεμπό, αρχηγός του πυροβολικού των Ελλήνων και μόνος ξένος που υπήρξε αυτόπτης των σκηνών που εκτυλίχθηκαν, περιγράφει λ.χ. πως οι επιζήσαντες της σφαγής μετά το πρώτο 48ωρο της πτώσης, κατά το πλείστον γυναικόπαιδα, οδηγήθηκαν σε χαράδρα σε κοντινό βουνό, όπου τους έσφαξαν. «Ο γράφων», σημειώνει στο έργο του ο Φίνλεϊ, «είδε σωρούς ατάφων κοκκάλων, ημαυρωμένων από τας βροχάς του χειμώνος και του θέρους τους καύσωνας, διερχόμενος το μέρος τούτο δύο έτη μετά την καταστροφήν• το μέγεθος πολλών εκ τούτων εμαρτύρει την μικράν ηλικίαν των θυμάτων».

Συμφωνώ, λοιπόν, με τον Πρόεδρο ότι όλα αυτά μας εμπνέουν και μας διδάσκουν. Αλλωστε, το πνεύμα της αρπαχτής παρέμεινε ανέπαφο στα 196 χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό που δεν καταλαβαίνω, ωστόσο, είναι η διαπίστωση του Προέδρου ότι «η Εθνική Επέτειος της Αλωσης της Τριπολιτσάς επιβάλλει σε καθέναν μας, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ν’ αναγνωρίσει τον καθοριστικό ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας». Αυτό μόνο ο ίδιος το ξέρει... 

Σ.Κ.