Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Η αδικία μένει αλώβητη στην κρίση

 
Στην αρχή της κρίσης, η θλίψη και η οργή για την κατάντια της Ελλάδας, ο φόβος για τις αναμενόμενες συνέπειες της κατάρρευσης και η προσωπική αγωνία για το τι θα ακολουθούσε μετριάζονταν κάπως από την ελπίδα ότι επιτέλους θα άλλαζαν πολλά, θα αναδομείτο το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που καταδίκασε τη χώρα στην αποτυχία και στον ξένο έλεγχο. 


Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα πτώχευε ή θα βρισκόταν υπό επιτροπεία, αλλά, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για 30 χρόνια, και με ένα λαό προικισμένο, καλά εκπαιδευμένο και στην πλειονότητά του εργατικό, μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά η ανάκαμψη θα βασιζόταν όχι μόνο στη διόρθωση των στρεβλώσεων στην οικονομία μας, αλλά και στην επιβολή της δικαιοσύνης και της διαφάνειας στη δημόσια ζωή. 

Θα πέφταμε που θα πέφταμε στη φωτιά, ελπίζαμε ότι οι φλόγες θα άφηναν πίσω τους ό,τι ήταν δυνατό και ικανό να στηρίξει την ανοικοδόμηση. Η φωτιά ήρθε, αλλά τα προβλήματα παρέμειναν. 

Ενα από τα πιο σοβαρά είναι ότι ενώ η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25%, η ανεργία εκτοξεύθηκε και η μεσαία τάξη διαλύεται, στον αφρό βρίσκονται ακόμη οι περισσότεροι αυτών που ήλεγχαν την κατάσταση και πριν από την κατάρρευση. 

Είναι αδιανόητο να ζούμε σε μια κρίση μεγαλύτερη σε διάρκεια και βαθύτερη απ’ αυτήν της Μεγάλης Υφεσης και οι μόνοι που μοιάζουν να μένουν αλώβητοι είναι οι πάντα ανώνυμοι «επώνυμοι». 

Οσο πιο ανταγωνιστική και αν γίνει η οικονομία, όσο και αν οι μεταρρυθμίσεις οδηγήσουν σε μια πιο ορθολογική δημόσια διοίκηση, όταν κυριαρχεί η αίσθηση της αδικίας, της ασυδοσίας και της διαφθοράς, η κρίση δεν θα φέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Απλώς θα τσακίσει περισσότερους αδύναμους χωρίς να θέσει τις βάσεις για μια πιο δίκαιη και, συνεπώς, πιο αποτελεσματική οικονομία και κοινωνία. 

Το έλλειμμα δικαιοσύνης τρέφει όχι μόνο την ανομία, αλλά και τη συνωμοσιολογία, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην πολιτική, δυσκολεύοντας περισσότερο κάθε σοβαρή προσπάθεια ανόρθωσης. 
Η αίσθηση της αδικίας ενισχύεται και από ανθρώπους που έχουν επιφορτισθεί με μεγάλες ευθύνες. 
Στη Δικαιοσύνη, η δυσλειτουργία του συστήματος, οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες και η ταχύτητα με την οποία οι δικαστές φροντίζουν θέματα που αφορούν τους ίδιους υπονομεύουν την ισονομία. 

Από τη μία πλευρά, λοιπόν, είναι η αναποτελεσματικότητα• από την άλλη είναι η προχειρότητα. Οταν η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, καταγγέλλει ότι όταν έθιξε το θέμα της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα απειλήθηκε η ζωή της, περιμένουμε άμεσες και δραματικές αποκαλύψεις• δεν αναμένουμε την υπόνοια ότι ίσως η ίδια «φούσκωσε» τη βλακεία κάποιου ανεγκέφαλου σε κοινωνικό δίκτυο. 

Η λίστα Λαγκάρντ απέδειξε την αβάσταχτη προχειρότητα Ελλήνων πολιτικών και κρατικών λειτουργών, ας μην αποδείξει το ίδιο η καταγγελία Λαγκάρντ. Λίγες μέρες μετά τη «βόμβα» της κ. Λαγκάρντ, την περασμένη Πέμπτη, ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιντζής, έκανε σοβαρότατες καταγγελίες περί ιδιότυπης ασυλίας «επωνύμων» και για τον ρόλο της Βουλής στην κάλυψη διαφθοράς μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων. 

Στα τέλη του 2014, σχεδόν πέντε χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, μιλώντας σε βουλευτές για την έκθεσή του για το έτος 2013, ο κ. Ρακιντζής είπε ότι για τους «επώνυμους» επιφυλάσσεται «διακριτική μεταχείριση» μέσω της έκδοσης «βουλευμάτων που τους απαλλάσσουν των κατηγοριών». Μίλησε, επίσης, για «βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης και για την εν πολλοίς ανεπάρκεια των δικαστηρίων να επιβάλουν τον νόμο, κυρίως στα οικονομικά εγκλήματα». 

Ο ίδιος δεν έδωσε ονόματα ούτε συγκεκριμένα στοιχεία. Προφανώς, υπάρχουν ακόμη συμπεριφορές οι οποίες οδήγησαν τη χώρα στο αδιέξοδο και την ίδια ώρα δεν διαφαίνεται ότι αυτές θα παταχθούν. Είναι ανεπίτρεπτο να συνεχίζεται το καθεστώς της διαπλοκής, όπου πολιτικοί υπηρετούν κάποιους εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, και να μη μπορούμε να θέσουμε τέλος σε αυτό. 

Είναι κατανοητό ο κ. Ρακιντζής να μη μπορεί να λέει ονόματα όταν δεν έχουν στοιχειοθετηθεί κατηγορίες εναντίον συγκεκριμένων ανθρώπων, αλλά είναι αδιανόητο να μη γίνονται οι αναγκαίες έρευνες ώστε να καθαρίσει το τοπίο και να έχουμε όλοι μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. 

Ας ελπίσουμε ότι η έρευνα που ανέθεσε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για τα όσα κατήγγειλε ο κ. Ρακιντζής θα ανατρέψει αυτήν την αντίληψη. Για πολλά χρόνια ακούμε γενικές καταγγελίες χωρίς το αποτέλεσμα που θα μας έπειθε ότι η τύχη μας βρίσκεται στα χέρια δημοκρατικών θεσμών, ότι είμαστε όλοι ίσοι, με τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. 

Ν.Κ.